Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Διεθνής οικονομική κρίση και κινεζική εξωτερική πολιτική: Ευκαιρία ή παγίδα;

Η οικονομική κρίση που ταλανίζει μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη δημιουργεί δυσκολίες για κάποιες (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) και ευκαιρίες για κάποιες άλλες, ιδιαιτέρως τις αναπτυσσόμενες (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία). Ιδιαίτερα για την Κίνα (δεύτερη ισχυρότερη οικονομία) παρουσιάζεται η ευκαιρία να καταστεί η σημαντικότερη χώρα και όχι μόνο από οικονομικής άποψης.

Η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στις βαθμηδόν μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε η χώρα. Το κυριότερο μέλημα των κινεζικών ηγεσιών από την απαρχή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων υπήρξε το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η προώθηση των εξαγωγών. Η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική δεν λειτούργησε χωρίς προβλήματα και παλινδρομήσεις. Όμως η αποφασιστική παρέμβαση του Deng Xiaoping το 1992 και η επικράτηση της πολιτικής των ανοικτών θυρών έδωσε ώθηση στην  κινεζική οικονομία με την προσήλωση της ηγεσίας στο άνοιγμα της χώρας στις ξένες επενδύσεις και στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης.

Η καλή πορεία της κινεζικής οικονομίας συνοδεύεται παράλληλα και από πολιτικές προεκτάσεις. Ενώ μέχρι πρόσφατα κυρίαρχη πολιτική τάση της Κίνας ήταν η ειρηνική άνοδος της χώρας στο παγκόσμιο στερέωμα, η επίλυση των διαφορών με τις γειτονικές χώρες (αντίστοιχη πολιτική ακολουθεί η Τουρκία στην εξωτερική της πολιτική) ώστε να προκύπτουν οι συνθήκες που τουλάχιστον δε θα θέτουν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η εσωτερική συζήτηση για την εξωτερική πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα είναι αποκαλυπτική για το εύρος επιλογών που διαθέτει η κινεζική ηγεσία. Σε πρόσφατο άρθρο του στο Washington Quarterly, ο David Shambaugh αναλύει τη συζήτηση που γίνεται στην επιστημονική κοινότητα της Κίνας. Έτσι οι επιλογές κυμαίνονται από το ένα άκρο του απομονωτισμού (nativism) μέχρι το άλλο άκρο, αυτό της παγκόσμιας παρουσίας της Κίνας, με έμφαση σε θέματα παγκόσμιας διακυβέρνησης (globalism). Στις προσεγγίσεις αυτές, ο Shambaugh διακρίνει τους ρεαλιστές (με κινεζικά χαρακτηριστικά και έμφαση στο κράτος ως μονάδα ανάλυσης), την προσέγγιση των Μεγάλων Δυνάμεων (στις οποίες συγκαταλέγουν την Κίνα), την έμφαση στην Ασία, την έμφαση στις αναπτυσσόμενες χώρες (όπως εξελίσσεται η συζήτηση Βορρά-Νότου) και την επιλεκτική πολυμερή συνεργασία. Με την εξαίρεση της παγκόσμιας παρουσίας, οι υπόλοιπες προσεγγίσεις, με φθίνουσα ισχύ, θέτουν την υπεράσπιση των συμφερόντων της Κίνας ως πρωταρχικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής.

Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική της Κίνας μπορεί να μας δείξει κάποια στοιχεία για τις επιλογές που εφαρμόζει. Για παράδειγμα, η επιθετική πολιτική της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (παρά την υπογραφή της Διακήρυξης για τη Συμπεριφορά των Μερών στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας [Declaration οn the Conduct of Parties in the South China Sea]) δείχνει το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει η χώρα προκειμένου να προασπίζει τα δικαιώματα της, όπως η ίδια  τα ορίζει. Επίσης η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της χώρας (κατά 12,7% για το 2011) δείχνει την κατεύθυνση της αύξησης ισχύος με την οποία θέλει να συνδυάσει την οικονομική της ανάπτυξη. Η αύξηση των κινεζικών επενδύσεων στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, η ανάγκη διασφάλισης της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και η προβολής ισχύος είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους η πολιτική ηγεσία προβαίνει στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών.

Επίσης, η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Κίνας επιβάλλει στη χώρα τη διατήρηση καλών σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ρωσία. Οι Κινέζοι ειδικοί θεωρούν ότι η χώρα χρειάζεται τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις μεγάλες αγορές και για την εισαγωγή τεχνολογίας και τη Ρωσία, διότι παραμένει ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενέργειας και στρατιωτικού εξοπλισμού της χώρας. Όμως η παγκόσμια οικονομική κρίση και η αδυναμία προβολής ενιαίας φωνής στην εξωτερική πολιτική καθιστά την Ευρωπαϊκή Ένωση λιγότερο ελκυστικό εταίρο σε θέματα στρατηγικής συνεργασίας.

Συμβατή με την ιδέα της ήρεμης και ασφαλούς περιφέρειας είναι η σημασία που δίνει η Κίνα στην προώθηση των σχέσεων με γειτονικές χώρες. Αυτή η πολιτική έφερε καρπούς ιδιαίτερα μετά την Ασιατική οικονομική κρίση του 1997 οπότε η Κίνα, στην καλύτερη περίπτωση, βοήθησε ή, στην χειρότερη, δεν εκμεταλλεύτηκε τη δυσκολία στην οποία βρέθηκαν χώρες της Ανατολικής ή Νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ,  επιδιώξεις οι οποίες μετουσιώθηκαν σε οικονομικές και πολιτικές επιταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όμως η προαναφερθείσα επιθετική πολιτική της Κίνας στο ζήτημα της Θάλασσας της Νότιας Κίνας έχει διαρρήξει σε μεγάλο βαθμό τους δεσμούς με τις χώρες άμεσης γειτονίας (όπως το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες και την Ιαπωνία μεταξύ άλλων).

Οι σχέσεις της Κίνας με τις αναπτυσσόμενες χώρες διασφαλίζουν τη χώρα οικονομικά και διπλωματικά χωρίς να είναι μονοδιάστατες. Επειδή οι αναπτυσσόμενες χώρες παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξής τους, η Κίνα χρειάζεται να αναπτύξει πολιτικές που θα ανταποκρίνονται σε αμοιβαία συμφέροντα. Για παράδειγμα, έχει αναπτύξει λειτουργικές σχέσεις με τη Βραζιλία, τη Ρωσία και την Ινδία (BRIC) στην κοινή τους προσπάθεια να βελτιώσουν τις δομές του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Η εκλογή νέου εκτελεστικού διευθυντή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν ενδεικτική των προθέσεων των αναπτυσσόμενων χωρών να αποκτήσουν σημαίνοντα ρόλο σε καίριες θέσεις (ασχέτως αν η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής), αν και η Κίνα για πρώτη φορά κατάφερε να εκλέξει εκπρόσωπο (Min Zhu) στη θέση του αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή.

Οι υποστηρικτές της επιλεκτικής πολυμερούς συνεργασίας θεωρούν ότι η Κίνα δεν μπορεί να αναλάβει καθήκοντα σε όλο τον κόσμο, ακόμα και υπό τις εντολές του ΟΗΕ. Γι’ αυτό πρέπει να συμμετέχει σε οργανισμούς και συνεργασίες που προάγουν τα συμφέροντα της χώρας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organisation) που δημιουργεί πόλο ασφάλειας καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ασίας δημιουργώντας συνθήκες ηρεμίας στα δυτικά σύνορα της Κίνας. Επίσης, η Κίνα έχει κάνει εμφανή της παρουσία της στην Ομάδα των 20 ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (G-20), η οποία φαίνεται να έχει εξοστρακίσει την G-8 που μέχρι πρόσφατα είχε μεγάλη επιρροή στο συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των χωρών μελών της Ομάδας.

Όλες οι ανωτέρω προσεγγίσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν βρει πεδίο εφαρμογής στην άσκηση της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η κινεζική ηγεσία, θέλοντας και μη. Αυτό που θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά είναι η ανάληψη ευθυνών που αρμόζουν στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, παρά τους φόβους για τις επιπτώσεις στο εσωτερικό της χώρας. Όπως πολύ ορθά αναφέρει ο Richard Bush σε πρόσφατο κείμενό του, η ανάδειξη της Κίνας σε πρώτη οικονομία στον κόσμο αυτή τη δεκαετία ή την επόμενη δε συνεπάγεται αυτόματη παροχή ισχύος και επιρροής. Ο Bush υποστηρίζει ότι από τις αρχές του εικοστού αιώνα η εκάστοτε μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν διέθετε ανάλογα τη μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οι εξελίξεις δεν συνδυάζονταν με τις επιδιώξεις της. Θεωρεί πως αν η Κίνα επιλέξει να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη με πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους υπάρχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες να προκαλέσει σύρραξη, ακολουθώντας το τραγικό παράδειγμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι η σύγκρουση ανερχόμενης και μεγάλης δύναμης δεν είναι αναπόφευκτη με την προϋπόθεση ότι τα μέρη θα συνεργαστούν και θα διαμορφώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις εκ νέου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (ΗΠΑ και Κίνα) είναι η σύγκρουση των μοντέλων οικονομικής ανάπτυξης. Το αμερικανικό μοντέλο στο οποίο στηρίζεται η παγκόσμια οικονομία, αυτό της απορρύθμισης και αυτορρύθμισης, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου αλλά είναι, παράλληλα, εγγενώς ασταθές, όπως έδειξε περίτρανα η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τις συνέπειες της οποία βιώνουμε ακόμα και σήμερα. Το κινεζικό μοντέλο, αυτό που αποκαλεί ο Joshua Cooper Ramo  Συναίνεση του Πεκίνου (Beijing Consensus), είναι πρακτικότερο στην εφαρμογή του, ακολουθεί βαθμιαία προσαρμογή στις ανάγκες κάθε κοινωνίας, πειραματίζεται σε μικρή κλίμακα και εφαρμόζεται σε μεγάλη. Φαίνεται πως το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης προσιδιάζει στις ανάγκες αναπτυσσόμενων οικονομιών, ανεξάρτητα από πολιτικά καθεστώτα. Η μόνη προϋπόθεση που τίθεται, χωρίς να λέγεται, είναι η πολιτική σταθερότητα. Αυτό το μοντέλο όμως έχει και εγγενείς αντιφάσεις. Από τη μία, φέρεται να προωθεί περισσότερο ισόρροπη ανάπτυξη με διατήρηση του κοινωνικού ιστού ενώ, από την άλλη, αγνοώντας τις ανάγκες έκφρασης εναλλακτικών πολιτικών επιλογών θέτει όρια στον πειραματισμό και στην βαθμιαία προσαρμογή. Όμως η ύπαρξη εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης πέρα από αυτό της απορρυθμισμένης οικονομίας είναι από μόνη της άξια λόγου.

Αυτό ακριβώς είναι το σημείο αύξησης της κινεζικής επιρροής στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας. Το παράδειγμα της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον (Washington Consensus) που έχει δεχτεί τεράστιο πλήγμα εξαιτίας της παρούσας κρίσης δεν αποτελεί πλέον μονόδρομο για την ανάπτυξη μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας. Η παγίδα στην οποία μπορούν να πέσουν οι Κινέζοι υποστηρικτές της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων είναι η αναζήτηση στρατιωτικής ισχύος ως οχήματος προβολής πολιτικής και οικονομικής ισχύος. Αυτή η θεώρηση περιέχει τους σπόρους της σύγκρουσης και της οπισθοδρόμησης της χώρας ύστερα από τριάντα χρόνια ανάπτυξης. Παρά την υποχώρηση της ελκυστικότητας της παγκοσμιοποίησης στο εσωτερικό, οι Κινέζοι ηγέτες και ειδικοί δεν πρέπει να ξεχνούν ότι χάρη στο άνοιγμα των αγορών και των συνόρων μπόρεσαν να εξάγουν τα προϊόντα τους, να εκπαιδεύσουν δύο γενεές Κινέζων αποφοίτων πανεπιστημίων στο εξωτερικό, να συσσωρεύσουν τόσο μεγάλο πλεόνασμα και να δημιουργήσουν το δικό τους μοντέλο-μη-μοντέλο ανάπτυξης. Η απόπειρα απομονωτισμού είναι παραπάνω από σίγουρο ότι δε θα λειτουργήσει προς όφελος της χώρας τους· η επώδυνη ιστορική εμπειρία είναι διδακτική. Επιπλέον η επιδίωξη στρατιωτικής ισχύος θα αυξήσει τον εξοπλιστικό ζήλο στην περιφέρεια της Κίνας καθιστώντας βραχύβιο το οποιοδήποτε στρατιωτικό πλεονέκτημα. Η χρησιμοποίηση ήπιας ισχύος (soft power) λειτουργεί αποτελεσματικότερα για την κινεζική εξωτερική πολιτική διότι προβάλλει το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας μέσω της πειθούς χωρίς τη χρήση καταναγκασμού. Εξάλλου η κινεζική κουλτούρα και ο κινεζικός πολιτισμός αποτελούν τα εχέγγυα αποτελεσματικής πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης με τη χρήση ήπιας ισχύος (για μια περιεκτική συζήτηση για την νοηματοδότηση και χρήση της ήπιας ισχύος στην κινεζική εξωτερική πολιτική βλέπε εδώ κι εδώ).

Η μεγαλύτερη πρόκληση της Κίνας αυτή την περίοδο θα είναι η διείσδυση στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, όπως στις χειμαζόμενες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Λόγω της ανάμιξης του ΔΝΤ στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία με τα επακόλουθα μέτρα λιτότητας, η Κίνα μπορεί να ανοιχτεί σε αυτές τις οικονομίες επενδύοντας και κερδίζοντας επιπλέον φίλους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αν μπορέσει να εφαρμόσει επιτυχώς το οικονομικό της μοντέλο σε αυτές τις χώρες, η σύγκριση με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της θεραπείας σοκ θα κλίνει συντριπτικά υπέρ της Κίνας. Όπερ έδει δείξαι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου