του Β.Μπαλάφα
Αν κάτι πολύ σημαντικό έχει αναπτυχθεί σε αυτή την προεκλογική περίοδο, που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως διαφορετικό από όσα έχουμε ζήσει τα προηγούμενα χρόνια, αυτό είναι ο διάλογος που λαμβάνει χώρα στα διαδικτυακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κατά κύριο λόγο τα χρησιμοποιούν νέοι άνθρωποι και παρότι έχουν κατηγορηθεί για πολλά, αν χρησιμοποιούνται ορθά, προάγουν τη δημοκρατία και τον ουσιαστικό πολιτικό διάλογο. Εννοείται ότι αναφέρομαι στα δίκτυα εκείνα που είναι εύκολο να διαπιστώσεις ότι όντως αυτός με τον οποίο συζητάς είναι εκείνος που λέει και όχι κάποιο troll ή κάποιος που δεν μπορεί να συσχετιστεί με ένα πραγματικό πρόσωπο. Δεν με ενοχλεί καθόλου η ψευδωνυμία, αλλά κάποια κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook έχουν καταφέρει να επιτύχουν υψηλό βαθμό σύνδεσης χρηστών με πραγματικά πρόσωπα ακόμα και αν έχουν παρατηρηθεί ψεύτικα (fake) προφίλ ή προσπάθειες κάποιος να χρησιμοποιεί τα στοιχεία άλλου για διάφορους λόγους, κυρίως συκοφάντησης και εξευτελισμού.
Πριν συνεχίσω θα ήθελα να αναφέρω δύο σημαντικά, κατά
τη γνώμη μου, στοιχεία σε σχέση με το Facebook.
τη γνώμη μου, στοιχεία σε σχέση με το Facebook.
Πρώτον, οι περισσότεροι χρήστες απορρίπτουν τα fake προφίλ γιατί δεν έχει νόημα να συζητάς σε ένα τέτοιο μέσο με «φαντάσματα».Μπορείς να το κάνεις αλλού. Για να μπορείς να συζητάς, δεν έχει επίσης νόημα να το κάνεις ευκαιριακά. Οι χρήστες αντιλαμβάνονται αμέσως αν κάποιος ανοίγει ένα προφίλ μόνο και μόνο για να διαφημίσει τον εαυτό του για διάφορους λόγους σε συγκεκριμένες περιόδους και μετά κάνει 4-5 μήνες να επαναδραστηριοποιηθεί και να κάνει μια ανάρτηση στο τόσο, ή το ανάποδο. Γι’ αυτό και τα «προεκλογικά» προφίλ δεν έχουν υψηλό βαθμό διείσδυσης όταν χρησιμοποιούνται απλώς ευκαιριακά και με μοναδικό σκοπό το να δημιουργήσουν «βιτρίνα». Για τους σκοπούς αυτούς υπάρχουν τα group και τα pages, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα το αναλύσουμε μετά τις εκλογές.
Δεύτερον, στις συζητήσεις στο Facebook, υπάρχει μια άτυπη «συμφωνία» των χρηστών να τοποθετούνται και στη συνέχεια να περιμένουν την απάντηση του συνομιλητή ή των συνομιλητών τους σε ένα διάλογο που γίνεται ζωντανά και δημόσια – αν θέλουν – και μπορεί να διαρκέσει και μέρες καθώς οι απαντήσεις μπορούν να δίνονται και σε διαφορετικούς χρόνους και όχι υποχρεωτικά σε συγκεκριμένη χρονική αλληλουχία. Δεν μπορείς να διακόψεις τον συνομιλητή σου, τα γραπτά μένουν, και το κυριότερο δεν μπορείς εύκολα να γενικολογείς αφού πρέπει γραπτώς, με λίγες λέξεις, να αποτυπώσεις τη σκέψη σου. Αυτό είναι ίσως και το πιο σημαντικό στοιχείο. Το ότι δηλαδή ο διάλογος γίνεται γραπτώς, γεγονός που προάγει και το επίπεδο και τη δυνατότητα να γίνεται «δομημένος» διάλογος. Υπάρχει δε και η δυνατότητα μετην παράθεση ενός link (συνδέσμου) να επικαλεστείς στοιχεία που σε μια κουβέντα εκτός διαδικτύου δεν θα μπορούσες να μεταφέρεις πάντα μαζί σου ή να έχεις τόσο άμεση διαθεσιμότητα πηγών και αναφορών. Σκεφτείτε πόσο πολύ λείπουν τέτοια στοιχεία από τηλεοπτικές συζητήσεις που συνήθως ο καθένας λέει ό,τι θέλει, διακόπτει, φωνάζει και ενδεχομένως σε επόμενη εκπομπή να πει τελείως διαφορετικά πράγματα.
Με όλα αυτά, σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι αυτός ο διαδικτυακός διάλογος μπορεί να υποκαταστήσει τη ζωντανή εικόνα και την αμεσότητα της τηλεόρασης, αλλά είναι μια διαδικασία που λειτουργεί παράλληλα και ενέχει πολύ θετικά στοιχεία. Έχω την αίσθηση ότι στο μέλλον τέτοιου είδους διαδικασίες θα παίξουν πολύ πιο σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο και εύχομαι να κρατηθούν στο υψηλό επίπεδο που έχουν όταν πρωτοξεκινούν, γιατί και άλλες «ελπίδες» έχουν ξεπηδήσει κατά καιρούς από το διαδίκτυο και στο τέλος έχουν κολλήσει όλες τις «ασθένειες» του υπόλοιπου, γνωστού πια σε όλους μας, «συστήματος».
Συμμετέχοντας και προκαλώντας αρκετές φορές πολιτικές συζητήσεις σε τέτοιου είδους κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχω διαπιστώσει ότι υπάρχει στους νέους ανθρώπους ένα σημαντικό ποσοστό που θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω «τιμωρούς της κάλπης». Ο λόγος τους είναι σχεδόν αφοριστικός, προτού καν ακούσουν αντεπιχείρημα, αρνούνται να διαβάσουν τοποθετήσεις, να αναλύσουν προγραμματικές θέσεις, να παρακολουθήσουν ομιλίες ενόψει εκλογών. Έχουν αποφασίσει να κινούνται εκ των προτέρων αρνητικά στο οτιδήποτε έχει σχέση με την πολιτική, διακηρύττουν το «όλοι ίδιοι είναι» και φυσικά αυτό φροντίζουν να το μεταδώσουν ως τάση, ως μόδα, ως εν γένει πολιτική στάση και συμπεριφορά.
Παρατηρώ ότι το ποσοστό αυτό των νέων ανθρώπων έχει διαμορφώσει μια στάση του να «προπαγανδίζουν» το τι δεν πρέπει να κάνει κάποιος, τι δεν πρέπει να ψηφίσει, τι δεν πρέπει να πιστεύει, χωρίς να αντιπαραθέτουν, από την άλλη πλευρά, κάποια θέση, κάποια πρόταση, κάποια επιλογή. Έτσι, είναι εύκολο να τοποθετούνται στο οτιδήποτε με έναν αρνητισμό που πολλές φορές καταλήγει σε ισοπέδωση. Και βέβαια είναι εύκολο να συμμετέχεις σε ένα διάλογο με τέτοιο τρόπο και να λες πράγματα που είναι ευρέως αρεστά και αποδεκτά, αλλά δεν δίνουν περιθώριο και πεδίο διαλόγου, δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμπέρασμα αφού για εκείνους το συμπέρασμα έχει ήδη βγει προ πολλού.
Έχω την αίσθηση ότι φτάσαμε στη Δημοκρατία και την Πολιτεία μας να καταστήσουμε το «απολιτίκ», πολιτική στάση και συμπεριφορά, το «πολιτικοποιήσαμε» και το κάναμε είδος πολιτικής επιλογής τη στιγμή που χρειαζόμαστε όσο ποτέ θέσεις, προτάσεις, συμμετοχή των νέων στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Ένα άλλο κομμάτι των νέων ανθρώπων το έχει ρίξει ακόμα και στο χαβαλέ προτείνοντας, στην πιο κρίσιμη καμπή της μεταπολιτευτικής ιστορίας, ψήφο σε ανυπόληπτους σχηματισμούς. Υπάρχουν και εκείνοι που, υπό όρους μόδας, στρέφονται σε κρυπτόμενες από το δημόσιο διάλογο, φιλοναζιστικές προτάσεις που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν μετά βδελυγμίας απορριπτέες από το σύνολο της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου.
Αυτές οι στάσεις, αν συζητήσει κανείς εκτενώς με όσους τις υποστηρίζουν, προκύπτουν ως επιθυμία «τιμωρίας» προς όσους μας έφτασαν ως εδώ, τιμωρία που αποδίδεται άκριτα, άνισα και άδικα πολλές φορές. Τιμωρία που συχνά βασίζεται στο θυμικό, που συχνά εδράζεται στην ισοπέδωση και που δεν περιέχει διαβαθμίσεις και διακρίσεις ευθυνών. Κυρίως όμως από αυτή την «τιμωρία» λείπουν η μελέτη επί των γεγονότων, η προσωπική έρευνα διαχρονικών θέσεων και νοοτροπιών των διάφορων κομμάτων, η αξιολόγηση επί προσώπων και τελικά – το σημαντικότερο – λείπει η ελάχιστη χαραμάδα ελπίδας για την επιλογή που θα μας οδηγήσει, έστω και σε προεκλογικό προγραμματικό επίπεδο, σε μια πορεία μακριά από το αδιέξοδο.
Έχουν άδικο αυτοί οι νέοι άνθρωποι που υποστηρίζουν όσα έγραψα παραπάνω ; Πιθανώς όχι. Πιθανώς αυτή η στάση να είναι το παράγωγο ενός πολιτικού συστήματος και μιας πολιτικής νοοτροπίας που κυριάρχησε στη χώρα τα 27 από τα τελευταία 35 χρόνια και εν πολλοίς εισχώρησε και στα υπόλοιπα. Είναι ίσως μια μορφή αντίδρασης που πριν μερικά χρόνια δεν είχε πολιτικά χαρακτηριστικά και δεν ήταν ενταγμένη στον ευρύτερο πολιτικό διάλογο. Είναι μια μορφή διαμαρτυρίας και μια στάση απόγνωσης ουσιαστικά νέων ανθρώπων που βλέπουν το μέλλον τους καταδικασμένο στην απαξίωση για τα επόμενα 30 χρόνια.
Δεν μπορούν όμως αυτές οι στάσεις να είναι οι λύσεις και οι προτάσεις ενόψει μιας εκλογικής διαδικασίας τόσο σημαντικής. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποτελούν το κύριο κριτήριο της απόφασης του τι θα ψηφίσουμε για να μας κυβερνήσει, γιατί φαίνεται ότι έχουμε ξεχάσει ότι γι’ αυτό ψηφίζουμε. Έχω ξαναπεί, αν καθίσουμε σε ένα τραπέζι 10 – 15 άνθρωποι διαφορετικών πολιτικών τάσεων, στη διαπιστωτική πράξη εν πολλοίς, χοντρικά, θα συμφωνήσουμε. Εκεί που θα διαφωνήσουμε, και αυτό είναι θεμιτό, θα είναι στην πρόταση, στην επιλογή, στις πολιτικές. Εκείνοι που σε αυτές τις εκλογές πάνε στις κάλπες ως «τιμωροί», χωρίς να έχουν ακούσει τι προτείνει το κάθε κόμμα, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι τελικά τιμωρούν τους εαυτούς τους, συμπεριλαμβάνουν στην τιμωρία και το δικό τους μέλλον.Δικαιώνουν με αυτό τον τρόπο το «μαζί τα φάγαμε», επικροτούν το «όλοι είναι ίδιοι» και άθελά τους οδηγούν τη χώρα σε νέες αδιέξοδες περιπέτειες.
Η πατρίδα σήμερα δεν έχει τέτοιες «πολυτέλειες». Δεν μπορεί να έχει τους νέους ανθρώπους σε ρόλο θεατή – κατακριτή των πάντων, που ικανοποιούνται λιθοβολώντας αδιακρίτως προς κάθε κατεύθυνση. Πολλά χρόνια καλώ τους νέους να μπουν στην πολιτική για να αλλάξουν πράγματα. Κανένας δεν μπορεί να αλλάξει μόνος του νοοτροπίες και συμπεριφορές γιατί στο τέλος ή απογοητεύεται οικτρά, ή διαβρώνεται, η καθίσταται σύγχρονος «Δον Κιχώτης» που το «σύστημα» μπορεί εύκολα να τον αποδομήσει και να τον καταστήσει γραφικό.
Δεν θα πω τι να μην κάνετε, ούτε τι να μην ψηφίσετε. Ελπίζω οι νέοι άνθρωποι να αντιληφθούν ότι σε λίγες μέρες παίζεται το μέλλον όλων μας. Να μελετήσουν, να ακούσουν, να ζυγίσουν, να διαβάσουν και μερικά άρθρα παραπάνω και να βάλουν για λίγο στην άκρη τα σατιρικά βίντεο, τις πολιτικές «αγιογραφίες» και τον αφοριστικό λόγο με τα οποία κάποιοι βγάζουν «μεροκαματάκι» την ώρα που η ανεργία στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει το 45 % στους νέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου